- ἀστρολόγημα
- ἀστρο-λόγημα, ατος, τό,A astronomy, Tz.ad Lyc.363.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστρολόγημα — ἀστρολόγημα, το (Μ) η αστρολογία … Dictionary of Greek
ἀστρολόγημα — astronomy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)